- ψοφολογώ
- και ασυναίρ. τ. ψοφολογάω, Ν(υποτιμητικά)1. είμαι ετοιμοθάνατος2. κοιμούμαι πολύ βαριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (II) + -λογώ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψοφολογώ — και ψοφολογάω ψοφολόγησα 1. παλεύω με το θάνατο. 2. κοιμάμαι: Ψοφολογάει όλη την ημέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψοφολόγημα — το, Ν [ψοφολογώ] 1. το αποτέλεσμα τού ψοφολογώ, το να είναι κανείς ετοιμοθάνατος 2. συνεκδ. α) αρρώστια β) πολύ βαρύς ύπνος 3. φρ. «κακό ψοφολόγημα νά χει» (ως κατάρα) να πεθάνει … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
ασπρολογώ — ( άω) 1. είμαι κάτασπρος, ξεχωρίζω για τη λευκότητα μου («το χωριό ασπρολογούσε») 2. (για τον ουρανό) παίρνω το πρώτο αμυδρό φως της αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + λογώ < λέγω (πρβλ. βλαστολογώ, δροσολογώ, κρυολογώ, ψοφολογώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δακρυλογώ — ( άω) σταγόνα σταγόνα, βγάζω υγρό σαν δάκρυ («χάραξαν το πεύκο και δακρυλογά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + λογώ < λόγος < λέγω (πρβλ. δροσολογώ, μπεκρολογώ, τσιμπολογώ, ψοφολογώ)] … Dictionary of Greek
ψοφοκοιμούμαι — Ν (αμτβ.) (υποτιμητικά) κοιμούμαι πολύ βαριά, ψοφολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (ΙΙ) + κοιμούμαι] … Dictionary of Greek
ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… … Dictionary of Greek
ψοφολόγημα — το, ατος το αποτέλεσμα του ψοφολογώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)